μελιττοτρόφος

μελιττοτρόφος
μελιττοτρόφος, -ον (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσοτρόφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελισσοτρόφος — ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος αρχ. ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”